παράτιτλο(ν)

παράτιτλο(ν)
τὸ, ΝΜΑ
νεοελλ.
(νομ.) παραπομπή στα σχετικά χωρία τού ίδιου ή άλλου μέρους τής κωδικοποίησης τής ιουστινιάνειας νομοθεσίας
μσν.-αρχ.
1. επεξηγηματική σημείωση, σύντομη εξήγηση μερικών τίτλων ή βιβλίων τών Πανδεκτών
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Παράτιτλα
συλλογή τών εκκλησιαστικών νόμων που περιέχονται στην ιουστινιάνεια νομοθεσία, συλλογή η οποία είχε συνταχθεί κατά την περίοδο τής βασιλείας τού Ηρακλείου για να διευκολύνει τη χρήση τής σχετικής νομοθεσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + τίτλος + κατάλ. -ον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”